- συναγαγόντας
- συνάγωbring together: aor part act masc acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
συναγαγόντας — συνάγω bring together aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογίζομαι — ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος] 1. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek